- γεμενί
- το1. έγχρωμο και διαφανές κάλυμμα τής κεφαλής, κν. τσεμπέρι, φακιόλι2. πληθ. τα γεμενιάοι παντόφλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yemeni, από την ονομασία τής χώρας Υεμένη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεμενί — το (λ. τουρκ.) 1. μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι, τσεμπέρι, φακιόλι. 2. ελαφριά παπούτσια, πέδιλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)